- φανητιώ
- -άω, Α(ως εφετικό τού φαίνομαι) επιθυμώ να επιδειχθώ, να κάνω πομπώδη εμφάνιση με σκοπό τον εντυπωσιασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. εφετικό τού ρ. φαίνομαι*, σχηματισμένο με επιθηματική επαύξηση -ητ-ιάω (πρβλ. μαθ-ητ-ιῶ, πασχ-ητ-ιῶ), από ονόματα σε -ητ(ής) (πρβλ. Φάνης, -ητος), και επίθημα -ιῶ από ρ. δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. ἐμετ-ιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.